Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περὶ ἀδυνάτου

  • 1 ἀ-δύνατος

    ἀ-δύνατος, 1) unvermögend, nicht im Stande, ἀμύ-νεσϑαι, sich zu wehren, Thuc. 2, 11; λέγειν 3, 42; ἀδυνατώτατος λέγειν Eupol. bei Plut. Alc. 13; vgl. Her. 5, 9; Xen. Mem. 2, 6, 25; χρήμασι, arm, Thuc. 7, 28; σώματι, zum Kriegsdienste untauglich, Invalide, s. Lys. or. 24 περὶ ἀδυνάτου; zu arm zum Dienst, Aesch. 1, 103 ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισϑοφορεῖν, vgl. Böckh's Staatshh. I p. 260 ff.; εἴς τι Plat. Hipp. min. 366 b. – 2) Pass. unmöglich, τὸ ἀδύνατον u. τὰ ἀδ., die Unmöglichkeit, Her. 9, 60; Eur. Iph. A. 1370; καὶ χαλεπὰ ἔργα Xen. Cyr. 1, 1, 3; An. 5, 6, 10; ἀδύνατόν ἐστι τυχεῖν Pind. N. 7, 55; ἐϑέλειν Plat. Rep. II, 381 c; ἀδύνατά ἐστι, Pind. P. 2, 81; Thuc. 8, 60; ἀδ. ὑμῖν, ὥςτε έλέσϑαι Plat. Prot. 338 c; auch adv., ἀδυνάτως ἔχειν, unmöglich sein, nicht im Stande sein, Antiph. 5, 76; Axioch. 364 b; πρὸς τὰς στρατείας Plut. Ages. 27.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-δύνατος

  • 2 ὑπόθεσις

    ὑπόθεσις, εως, , ([etym.] ὑποτίθημι, ὑποτίθεμαι)
    A proposal, proposed action,

    τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑ. ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13

    ;

    ἵνα σὺ τὰ σαυτοῦ κατὰ τὴν ὑ. ὅπως ἂν βούλῃ περαίνῃς Pl.Grg. 454c

    ; intention, policy,

    πολλὰ πρᾶξαι πρὸς τὴν ὑ. τῆς πατρίδος ὡς συχνῆς ἀδικίας δεομένην Thphr.Fr. 136

    ;

    διὰ τὴν ὑ. τῆς πολιτείας.. ἠναγκάζετο χρῆσθαι τοῖς ὑπουργοῦσι Plu.Caes.51

    ; πρὸς ὑ. τινα ἀγαθῶν ἀνδρῶν men good for a particular policy, Arist.Pol. 1293b4; ὑ. τῆς δημοκρατικῆς πολιτείας ἐλευθερία ib. 1317a40; ἡμῖν ἡ τῶν νόμων ὑ. ἐνταῦθα ἔβλεπεν, ὅπως .. Pl.Lg. 743c;

    περὶ τῶν αὐτῶν οὐχ ὁμοίως ἅπασι βουλευτέον, ἀλλ' ὡς ἂν ἐξ ἀρχῆς ἕκαστοι τοῦ βίου ποιήσωνται τὴν ὑ. Isoc.6.90

    ;

    τοῖς φαύλοις ἐνδέχεται τὰ τυχόντα πράττειν· εὐθὺς γὰρ τοῦ βίου τοιαύτην πεποίηνται τὴν ὑ. Id.1.48

    ;

    ἀνάγκη τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς τὰς ὑ. πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν τρόπον ἔχειν ἐκείνοις Id.7.28

    ;

    πρὸς ταύτην τὴν ὑ. ἀποβλέποντες ἄμεινον βουλευσόμεθα καὶ περὶ τῶν ἄλλων Id.8.18

    ;

    ἐξέστητε τῆς ὑ. ἐφ' ἧς ὑμᾶς οἱ πρόγονοι κατέλιπον D.10.46

    ; οἱ τῆς αὐτῆς ὑ. προεστῶτες those who advocated the same policy, Plb.30.32.12;

    ἅπαντας ἀπονεύσειν ἐπ' ἐκείνην τὴν ὑ. Id.24.9.7

    ; Ἀχαϊκωτέραν εἶναι.. ταύτην τὴν ὑ. καὶ νικητικωτέραν ἐν τοῖς πολλοῖς ib.4;

    τὸ τῆς ἰδίας ὑ. λαμπρόν Id.21.23.1

    ;

    τὸ τῶν σαρισῶν μέγεθός ἐστι κατὰ μὲν τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. ἑκκαίδεκα πηχῶν, κατὰ δὲ τὴν ἁρμογὴν τὴν πρὸς τὴν ἀλήθειαν δεκατεττάρων Id.18.29.2

    ;

    τηροῦντες τὴν αὑτῶν ὑ. Id.5.5.5

    ;

    πρὸς ταύτην ἁρμοζόμενοι τὴν ὑ. Id.3.16.1

    , cf. 3.50.7; κατασκέψασθαι τὴν τῶν ὑπεναντίων ἐπίνοιαν καὶ τὴν ὅλην ὑ. ib.6;

    Φάβιος.. κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς ὑ. οὐδαμῶς κρίνων ἐκκυβεύειν οὐδὲ παραβάλλεσθαι τοῖς ὅλοις Id.3.94.4

    .
    2 suggestion, advice,

    ἐδώκαμεν ἄν σοι ὑποθέσεις δι' ὧν οἱ ἀντίδικοι ἂν οἴμωζον PMich.Zen.57.7

    (iii B. C.);

    διελέγοντο.. κατὰ τὰς ἐντολὰς τὰς Ἀράτου καὶ τὰς ὑ. Plb. 2.48.8

    , cf. 2.52.6, 4.24.2;

    κροτηθείσης τῆς ὑ. Id.28.16.5

    ; πολυτέχνους ὑ. ἔργων elaborate proposals for works, Plu.Per.12.
    3 purpose,

    τῆς στρατηγίας ὑπόθεσιν τὴν τυραννίδα πεποιημένος Id.Tim.2

    ;

    λόγῳ μὲν ἀποδώσων.., ἑτέραν δὲ τῆς ἀποδημίας ἔχων ὑ. λανθάνουσαν τοὺς πολλούς Id.Mar.31

    ;

    ἐξ αὐτῆς τῆς αἰτίας τῆς τε ὑ. τοῦ πολέμου ἀξιολογώτατος ἀγὼν συνηνέχθη D.C.41.56

    ;

    ὑ. τοῦ πολέμου καὶ πρόφασιν διδόντων ἐλευθεροῦν τοὺς Ἕλληνας Plu.Flam.15

    ;

    τὸ χωρὶς ὑποθέσεως πολεμεῖν.. τί ἄλλο ἢ μανία; D.Chr.38.17

    ; [

    οἱ ἐλέφαντες] ἴσασι τῆς ὁδοῦ τῆς ἐπ' αὐτοὺς τὴν ὑ... εἶναι.. τοὺς ὀδόντας Ael.NA6.56

    .
    4 occasion, excuse, pretext,

    οὕτω γὰρ ἂν αὐτοῖς ἡ ἀπολογία προαναιροῖτο καὶ ἡ πρώτη ὑ. τῆς ἐθελοδουλείας Luc.Merc.Cond.5

    ; τοιαύτης αὐτοῖς τῆς ὑ. οὔσης ib.10;

    ἀεὶ χρὴ ἐπί τινι λυπεῖσθαι καὶ μὴ ἄνευ ὑ. Artem.

    2.60;

    ὑ. ἀργυρισμοῦ καὶ φόνων εἰληφέναι ἐδόκει D.C.63.26

    ;

    μή με νομίσῃς ἀπὸ τῆς παρούσης ὑ. ἀπαρτᾶν τὸν λόγον Id.52.18

    .
    5 actor's role,

    τοὺς ὑποκριτὰς.. οὓς ὁρῶμεν οὔτε κλαίοντας ἐν τοῖς θεάτροις, ὡς αὐτοὶ θέλουσιν, ἀλλ' ὡς ὁ ἀγὼν ἀπαιτεῖ πρὸς τὴν ὑ. Plu.Dem.22

    ;

    ὶδεῖν τί μου ποιεῖ ὁ ἀθλητής, πῶς μελετᾷ τὴν ὑ. Arr.Epict.1.29.38

    , cf. 41;

    τὴν τοῦ πατρὸς καὶ τῆς μητρὸς ὑ. λαβεῖν Iamb.VP8.39

    .
    6 function, occupation, station in life, [

    Διονύσιος] ἐκ σημοτικῆς καὶ ταπεινῆς ὑ. ὁρμηθείς Plb.15.35.2

    ; [

    Ἀγαθοκλῆς] ὁρμηθεὶς ἀπὸ τοιαύτης ὑ. Id.12.15.7

    ;

    τὸ μὴ εἶναι ἄλλην βίου ὑ. εἰς τὸ φιλοσοφεῖν οὕτως ἐπιτήδειον ὡς ταύτην ἐν ᾗ νῦν ὢν τυγχάνεις M.Ant.11.7

    , cf. 8.1, Paul. Aeg.3.17.
    7 practical problem,

    κοινὴ ἡ ὑ. καὶ τῷ καθ' ἡμᾶς βίῳ πάνυ πολλή, βαλανείου κατασκευή Luc.Hipp.4

    ;

    ἡ μὲν οὖν ὑ. τοιαύτη HeroAut.21.2

    .
    II subject proposed ( to oneself or another) for discussion,

    κελεῦσαι τὴν πρώτην ὑ. τοῦ πρώτου λόγου ἀναγνῶναι Pl. Prm. 127d

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. ἐπανάγειν τὸν λόγον X.Mem.4.6.13

    ;

    ἐπὶ τὴν ὑ. πάλιν ἐπανελθεῖν Isoc.4.63

    , cf. Gal.6.124;

    τὴν ὑ. περὶ ἧς βουλεύεσθε οὐχὶ τὴν οὖσαν παριστάντες D.3.1

    ;

    τοὺς δικαστὰς ἀπαγαγὼν ἀπὸ τῆς ὑ. Id.19.242

    ;

    ἐπὶ τῆς ὑ. μεῖναι Aeschin.3.76

    ;

    ἔξω τῆς ὑ. λέγειν Isoc.7.63

    , cf. 12.161;

    μὴ πόρρω λίαν τῆς ὑ. ἀποπλανηθῶ Id.7.77

    , cf. 12.88, Aeschin. 3.176,190;

    ὅτ' ἔγραφον περὶ τὴν αὐτὴν ὑ. Isoc.5.83

    ;

    περὶ [τῆς πόλεως] τὴν ὑ. ποιησάμενος Id.12.35

    ;

    τοῦ πράγματος ἐν κεφαλαίῳ.. δήλωσις, ἵνα γινώσκωσι περὶ ὧν ὁ λόγος παρακολουθῶσί τε τῇ ὑ. Arist.Rh.Al. 1436a36

    , cf. Pl.Def. 415b;

    ἡ ὑ. ἐλάττων Arist.Rh. 1404b15

    ; πρὸς ὑπόθεσιν λέγειν, opp. πρὸς ἀμφισβητοῦντα, ib. 1391b13;

    πολλὰ πρὸς τὴν ὑ. οἰκείως διαλεχθείς D.S.13.53

    ; haec erat ὑ., de gravitate ordinis, etc., Cic.Att.1.14.4.
    2 case at law, lawsuit,

    γράφει ὁ Μαιίστας εἰς τὴν ὑ. ταύτην IG11(4).1299.29

    (Delos, iii B. C.), cf. OGI665.18,669.41 (both Egypt, i A. D.), POxy. 237 vii 34, viii 22 (ii A. D.), 486.26 (ii A. D.);

    τὰ περὶ ταύτης τῆς ὑ. πεπραγμένα PLips.34.18

    (iv A. D.).
    3 subject of a poem or treatise, Zeno Stoic.1.23, Plb.1.2.1, D.H.Pomp.3, Longin. 38.2, Plu.Pomp.42, Luc.Charid.14, Pseudol.5, al.; of a picture, Id.Zeux.5,7; of an impromptu declamation,

    ἐπειδὰν οἱ παρόντες ὑποβάλωσί τινας ὑ. καὶ ἀφορμὰς λόγου Id.Rh.Pr.18

    ; plot, story,

    μῦθοι καὶ ὑποθέσεις Phld.Po.2.62

    , cf. 5.5, al., Arg.Men.Oxy.1235.113 (ii A. D.), Dicaearch. ap. S.E.M.3.3, Artem.4.59, Sch.S.Aj.Prooem., Arg.Ar. Ach. tit., etc.
    4 speech,

    αἱ δικανικαὶ καὶ δημηγορικαὶ ὑ. Theon Prog.1

    ; = ἐπίδειξις 1.3, ἀρξαμένων (v.l. -ῳ)

    τῆς ὑ. LXX 4 Ma.1.12

    ; ἀνδρὸς ἀρετὰς ὅλην πληρούσας ὑ. providing matter for a whole speech, Chor.p.34B.
    b speech or subject of a speech in which the person, occasion, etc. are particularized, opp. θέσις v. 2, Aphth.Prog. 13, cf. Quint.Inst.3.5.7.
    5 a kind of play or pantomime,

    μῖμοί τινές εἰσιν ὧν τοὺς μὲν ὑποθέσεις τοὺς δὲ παίγνια καλοῦσιν Plu.2.712e

    ; μιμολωγοι η υποθησις εικυρα (i. e. μιμολόγοι· ἡ ὑπόθεσις Ἑκυρά), i. e. 'theatrical performance: play, the Hecyra', Ath.Mitt.26.4 (inscr. on lamp, iii B. C.); κλάειν ἤρξαντο πάντες καὶ μετέβαλε τὸ συμπόσιον εἰς σκυθρωπὴν ὑ. into a tragedy, Charito 4.3; so perh. in Luc.Nigr.8; of Aesop's fables,

    χρῆται [τῇ ἀλώπεκι] ὁ Αἴσωπος διακόνῳ τῶν πλείστων ὑ. Philostr.Im.1.3

    .
    III supposition,

    ἢ βούλεσθε.. ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑ., περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μὴ ἕν, τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b

    ; αὕτη ἡ ὑ., εἰ ἓν μὴ ἔστιν ib. 160b; χρὴ.. μὴ μόνον εἰ ἔστιν ἕκαστον ὑποτιθέμενον σκοπεῖν τὰ συμβαίνοντα ἐκ τῆς ὑ., ἀλλὰ καὶ εἰ μὴ ἔστι τὸ αὐτὸ τοῦτο ὑποτίθεσθαι ib. 135e, cf. 136a; [σκοπεῖν] τί ἐφ' ἑκατέρας τῆς ὑ. συμβήσεται ib. 136b;

    εἰ ὀρθὴ ἡ ὑ. ἦν, τὸ ψυχὴν ἁρμονίαν εἶναι Id.Phd. 94b

    , cf. 92d, Sph. 244c;

    πρὸς μὲν τὴν ὑ. ὀρθῶς λέγουσιν, ὅλως δ' οὐκ ὀρθῶς Arist. Metaph. 1082b32

    ; ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι examine by starting from an assumption, of reasoning by analysis in geometry, Pl.Men. 86e; τῶν τὴν τέχνην ζητεύντων ἐξ ὑποθέσιος λόγων arguments seeking to derive the (medical) art from an assumption, Hp.VM13; ὑ. αὐτοὶ αὑτοῖς ὑποθέμενοι τῷ λόγῳ ib.1; ἄγοντες ἐπὶ ὑπόθεσιν τὴν τέχνην ib. 15;

    χρῆσιν ἀρετῆς τελείαν, καὶ ταύτην οὐκ ἐξ ὑ. ἀλλ' ἁπλῶς· λέγω δ' ἐξ ὑ. τἀναγκαῖα, οἷον.. τιμωρίαι καὶ κολάσεις.. τὸ καλῶς ἀναγκαίως ἔχουσι Arist.Pol. 1332810

    ; ἡ πολιτεία ἡ ἐξ ὑ. ( = ἡ δοθεῖσα ) the constitution based on a presupposition, ib. 1288b28; of currency, ἓν δή τι δεῖ εἶναι, τοῦτο δ' ἐξ ὑ.· διὸ νόμισμα καλεῖται according to a presupposed convention, Id.EN 1133b21 (cf. a29-31, APr. 41a40); of reductio ad impossibile,

    ἢ δεικτικῶς ἢ ἐξ ὑ. τοῦ δ' ἐξ ὑ. μέρος τὸ διὰ τοῦ ἀδυνάτου Id.APr. 40b25

    -6, cf. 41a25;

    δυνατοῦ δεξάμενον ὑπόθεσιν ἐπ' ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25

    , cf. Procl. in Euc.pp.76,252 F.; καθ' ὑπόθεσιν by way of supposition, 'let us suppose', Phld.Rh. 1.95 S., Sign.12, Cleom.1.7.
    IV = τὸ ὑποκείμενον (cf.

    ὑπόκειμαι 11.8

    ), the presupposition of an action, that which has been settled before it begins,

    περὶ τοῦ τέλους οὐθεὶς βουλεύεται, ἀλλὰ τοῦτ' ἐστὶν ἀρχὴ καὶ ὑ. Arist.EE 1227a8

    , cf. b30;

    τῶν πράξεων τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ὑ. ἀληθεῖς καὶ δικαίας εἶναι προσήκει D.2.10

    ; of a thing, that without which it cannot exist or be what it is, its essence, αὕτη (sc. τὸ στέλεχος)

    οἷον ὑ. καὶ φύσις δένδρων Thphr.HP4.13.4

    (cf. οὐσία καὶ φύσις τοῦ δένδρου ibid.);

    ἐπὶ τοῖς χυμοῖς μόνοις σηπομένοις ἔχοντος τὴν ὑ. ὅλου τοῦ νοσήματος, ὅπερ ἐστὶ πυρετώδους ὄντος Gal.18(2).299

    .
    2 in the syllogism, the preliminary statements of fact (whether proved or not) from which inference starts, i. e. the premisses ([etym.] προτάσεις) , τῶν ἀποδείξεων αἱ ὑ., equivalent to ἀρχαί, Arist.Metaph. 1013a16;

    αἱ ἀρχαὶ καὶ αἱ λεγόμεναι ὑ. Id.APo. 81b15

    ; ὅσα δέδεικται δι' ἐκείνων ὑποθέσεις ποιησάμενοι taking as premisses (here) what has been proved in those other works, Gal.6.7, cf. 25,224; ἴστω.. τῆς ὑγιεινῆς πραγματείας ἀνατρέπων τὴν ὑ. ib.17;

    ὑπόθεσιν, αἴτησιν οὖσαν πράγματος εἰς κατασκευήν τινος S.E.M.3.4

    ;

    λαμβάνειν ἀναποδείκτους ὑ. Plu.2.720f

    , cf. 721d;

    ἀναγκαῖον ἢ τὰς ὑ. εἶναι τὰς πρώτας ψευδεῖς, ἢ τὰς ὑπὲρ τῶν συμβαινόντων ἀποφάς εις Plb.1.15.9

    , cf. 11.
    b assumption of existence of any one of the fundamental objects of a particular science,

    ὁ ὁρισμὸς θέσις μέν ἐστι.. ὑ. δ' οὐκ ἔστι· τὸ γὰρ τί ἐστι μονὰς καὶ τὸ εἶναι μονάδα οὐ ταὐτόν Arist.APo. 72a23

    ;

    ἐν ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑ. Id.EN 1151a17

    .
    3 starting-point,

    ἐκ ταύτης τῆς ὑ. λαβεῖν τὸν λόγον τὴν εἰς ἑκάτερον μέρος ὁρμήν Iamb.VP27.130

    ; beginning, τὰς μὲν ἐλπίδας οὐ τελειοῖ (sc. ὁ ὄνειρος) , τὰς δὲ ὑ. τῶν πραγμάτων ταῖς περιοχαῖς ὁμοίας ποιεῖ (referring to a birth of twins which died), Artem.4.47.
    4 raw material,

    τὴν δοθεῖσαν ὑ. εὐφυᾶ πρὸς ὑποδοχὴν γυμναστικῆς.. ἀμείνω ἀποφαίνειν Luc.Hist. Conscr.35

    ;

    οἵαν ὕλην καὶ ὑ. φεύγεις·.. μένε οὖν μέχρι ἐξοικειώσῃς σαυτῷ καὶ ταῦτα M.Ant.10.31

    .
    V mortgage, Thphr.Fr.97.1 (pl.).
    VI placing under,

    πτύγματος Sor.1.70a

    ;

    προσκεφαλαίου Id.2.86

    .
    2 thing placed under, base, τὰς ὑ. (signf. 111)

    ποιούμενος οὐκ ἀρχὰς ἀλλὰ τῷ ὄντι ὑ., οἷον ἐπιβάσεις τε καὶ ὁρμάς Pl.R. 511b

    , cf. Arr.Epict.1.7.22; in D.2.10 (v. supr. IV. 1) the ἀρχαί and ὑποθέσεις (i. e. basic principles) of actions are compared to the foundations ([etym.] τὰ κάτωθεν) of a house or a ship;

    Τριπτόλεμος.. τὰς πρώτας ὑ. βαλόμενος τῇ πόλει Lib.Or.11.52

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόθεσις

  • 3 αποδειξις

        ион. ἀπόδεξις - εως ἥ
        1) показывание
        2) изложение, повествование, рассказ
        

    (ἱστορίης Her.; τῆς ἀρχῆς τῆς τῶν Ἀθηναίων Thuc.; περί τινος и περί τι Plat.)

        3) доказательство, довод
        

    (ἀπόδειξιν ποιεῖν и ποιεῖσθαι Lys., Arst., λέγειν Plat., φέρειν Polyb. и διδόναι Plut.)

        ἀ. εἰς τὸ ἀδύνατον и διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst.доказательство от противного

        4) дедуктивное (силлогистическое) доказательство
        5) исполнение, свершение
        

    (μεγάλων ἔργων Her.; μεγάλης ἀρετῆς Plut.)

    Древнегреческо-русский словарь > αποδειξις

  • 4 περαίνω

    περαίνω, Pi.P.10.28, Philol.1, etc.; poet. [full] πειραίνω Arat.24: also [tense] impf.
    A

    ἐπείραινε Pi.I.8(7).25

    : [tense] fut.

    περᾰνῶ Ar.Pl. 563

    , Pl.Lg. 672e; [dialect] Ion. - ανέω, [ per.] 3sg.-εῖ, Hp.Hat.Puer.15, Meliss.5: [tense] aor.

    ἐπέρᾱνα S.Aj.22

    , Pl. Tht. 207c; [dialect] Ion. [tense] aor. part.

    πειρήνας h.Merc.48

    :—[voice] Med., [tense] pres., Th.7.43 : [tense] fut. περᾰνοῦμαι ( δια-) Pl.Phlb. 53c : [tense] aor. ἐπερᾱνάμην (δι-) E.Hel.26, Pl.Lg. 900b:—[voice] Pass., [tense] fut.

    περανθήσομαι Gal.UP4.12

    ( περασθήσομαι is corrupt in Crito ap.Stob.3.3.63): [tense] aor.

    ἐπεράνθην X.HG3.2.19

    , Pl. Grg. 501c, etc.: [tense] pf. [ per.] 3sg.

    πεπέρανται Id.R. 502e

    , Arist.Cael. 273a4 ; poet.

    πεπείρανται Od.12.37

    , S.Tr. 581 ; imper.

    πεπεράνθω Pl.Lg. 736b

    ; inf. - άνθαι Id.Grg. 472b, Arist.Sens. 445b23, - άσθαι Id.Xen. 977b3 (s. v.l.) ; part.

    πεπερασμένος Zeno Eleat.3

    , Pl.Prm. 145a, Arist.APo. 82b32, al.: ([etym.] πέρας):—bring to an end, finish, accomplish, Hom. only in [voice] Pass. (v. infr.);

    π. ἄταν A.Ch. 830

    (lyr.); πρᾶγος π. rem transigere, S. Aj.22;

    πρᾶγμα καὶ χρησμοὺς θεοῦ E. Ion 1569

    ; ἐλπίδα, δόκησιν, Id.Andr. 1062, Or. 636 ; π. τινὰ πρὸς ἔς χατον πλόον bring him to the end of his voyage, Pi.P.10.28 ;

    π. δίκας τινί Id.I.8(7).25

    ; without δίκην, finish the business, D.38.24 ;

    π. τὰ δέοντα X.Cyr.4.5.38

    ; τὸ προσταχθέν ib.5.3.50 ;

    ἐπέραινεν ἐφ' οἷς ἐμισθώθη D.18.149

    ;

    π. ὁδόν Ar.Ra. 403

    ; πολλήν (sc. θάλασσαν) Arat.289:—[voice] Pass., to be brought to an end, finished,

    πάντα πεπείρανται Od.12.37

    , cf. S.Tr. 581 ;

    περαίνεται δὴ τοὔργον A.Pr.57

    , etc.; to be fulfilled, accomplished, χρησμός, τὰ λόγια περαίνεται, E.Ph. 1703, Ar.V. 799;

    ἡ συμμαχία ἐπεραίνετο X.HG 7.4.3

    ; ἔργῳ π. Id.An.3.2.32.
    2 limit, Iamb.Comm.Math.3 :— elsewh. [voice] Pass., to be limited or finite,

    τὸ ὅλον πεπεράνθαι Arist.Ph. 207a16

    ; πεπέρανται [ὁ οὐρανός] Id.Cael. 273a4; esp. in part. πεπερασμένος, opp. ἄπειρος, π. μέγεθος, χρόνος, Id.Ph. 266b22, Cael. 272a15.
    3 in speaking, π. μῦθον, λόγον, proceed with a discourse, A.Th. 1056, E.Med. 701 ;

    εἰπὲ καὶ π. πάντα A.Pers. 699

    ;

    π. ὅ τι λέγεις Ar.Pl. 648

    : abs., περὶ σωφροσύνης ἤδη.. περανῶ ib. 563, cf. Ra. 1283 ;

    πέραιν' ὥσπερ ἤρξω Pl.Prt. 353b

    ; πέραινε· σωθείης δὲ .. Men.65.5.
    4 recite from beginning to end,

    ἰαμβεῖον Ar.Ra. 1170

    , cf. D.19.245 ;

    τραγῳδίαν Antiph.1.6

    , cf. 85.4;

    νόμον Pl.Ti. 29d

    ; recount, relate, E. Ion 362, IT 781.
    5 abs., effect one's purpose, esp. with a neg., οὐδὲν π. come to no issue, make no progress,

    περαίνει δ' οὐδὲν ἡ προθυμία Id.Ph. 589

    , cf. Th.6.86, Lys.8.8 ;

    ἰατρευόμενοι.. οὐδὲν περαίνουσι Pl.R. 426a

    ; ἵνα τι περαίνωμεν ib. 346a ;

    περαίνειν ἤδη ὥρα X.An.3.2.32

    .
    6 draw a conclusion, infer, διὰ τοῦ ἀδυνάτου π. by a reductio ad impossibile, Arist.APr. 41a23 ; ὁ περαίνων [λόγος], a kind of syllogism, D.L.7.44 ; περὶ τῶν π. λ., title of work by Chrysippus:—freq. in [voice] Pass., τὸ ἐν πλείοσι σχήμασι.. περαινόμενον the conclusion which is drawn, Arist.APr. 42b30, etc.; περαίνεται c. acc. et inf., it is inferred that.., Muson.Fr.1p.2H., cf. Phld.Rh.1.137 S.
    II sens. obsc., Artem.1.80, D.L.2.127:—[voice] Pass., Com.Adesp.14, AP11.339, D.L.l.c.
    III intr., reach, penetrate,

    δι' ὤτων A.Ch.57

    (lyr.);

    εἰς τὸν ἐγκέφαλον Arist.HA 492a21

    ;

    πρὸς [τὴν καρδίαν] Id.PA 666a13

    ;

    εἰς τὸ ἔξω Id.GA 716b28

    : abs., penetrate, Id.HA 497a10.
    2 come to an end, τὸ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνει the finite always comes to some limit, Id.Ph. 203b21, cf. Xen. 977b6 ; end in..,

    εἴς τι E.Fr. 340

    , cf. Pl.Men. 76a, Plu. Arat.52, etc.;

    ἡ ὁδὸς π. ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Id.Cat.Ma.13

    .
    IV pierce, h.Merc.48.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περαίνω

  • 5 περαινω

        (fut. περᾰνῶ - ион. περανέω, aor. ἐπέρᾱνα; pass.: fut. περανθήσομαι, aor. ἐπεράνθην, pf. πεπέρασμαι; inf. pf. pass. πεπεράνθαι и πεπεράσθαι; adj. verb. περαντός)
        1) осуществлять, совершать, выполнять
        

    (ἐπίμομφον ἄταν Aesch.; πρᾶγμα καὴ χρησμοὺς θεοῦ Eur.; τὰ δέοντα Xen.; πολλέν ὁδὸν π. Arph.)

        ἵνα ἔργῳ περαίνηται Xen. — чтобы (это) претворилось в дело;
        ταῦτα πάντα πεπείρανται Hom.все это выполнено

        2) доводить, приводить
        

    (τινὰ πρὸς ἔσχατον πλόον Pind.; περαίνουσα ἐπὴ τὸ στρατόπεδον ὁδός Plut.)

        3) доводить до конца, заканчивать
        

    (μῦθον Aesch.)

        εἰπὲ καὴ πέραινε πάντα Aesch. — говори все и заканчивай, т.е. говори поскорее;
        πέραιν΄ ὥσπερ ἤρξω Plat.кончай как начал

        4) продолжать
        

    πέραινε δ΄ ὧν σ΄ ἀνιστορῶ πέρι Eur. — продолжай (о том), о чем я спрашиваю тебя

        5) прийти (к какому-л. результату), добиться, достичь
        οὐδὲν περανεῖ ὑμῖν Thuc. (это) не принесет вам никакой пользы;
        ἰατρευόμενοι οὐδὲν περαίνουσι Plat. — своим лечением они ничего не достигают;
        οὐδὲν ἂν περαίνοιτε πυνθανόμενοι Lys. (об этом) вам ничего не удастся узнать

        6) делать вывод, приходить к заключению, (умо)заключать
        

    π. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — умозаключать через приведение к невозможному;

        τὸ περαινόμενον Arst. — умозаключение, вывод

        7) ограничивать, определять
        

    καὴ πεπερασμένον καὴ ἄπειρον Plat. — как ограниченное, так и беспредельное;

        τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις πεπεράνθαι πάντα Arst.(ясно, что) конечное, будучи взято конечное число раз, даст в итоге (также) конечное

        8) пробивать, пронзать
        

    (τι и τινά Anth.)

        9) проникать
        

    (διά τινος Aesch.; εἰς и πρός τι Arst.). - см. тж. πειραίνω 2

    Древнегреческо-русский словарь > περαινω

См. также в других словарях:

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Χάιντεγκερ, Μάρτιν — (Heidegger, Μέσκιρχ, Μπάντεν 1889 – 1976). Εκπρόσωπος του γερμανικού υπαρξισμού. Μαθητής του Χούσερλ, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και, από το 1927, του Φράιμπουργκ. Έργα του είναι: Είναι και χρόνος (1927), Η ουσία του θεμελίου (1929),… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»